συντεμόντι

συντεμόντι
συντέμνω
cut down
aor part act masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συντέμνω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντέμνω και ιων. τ. συντάμνω Α [τέμνω] μτφ. α) περιστέλλω, περιορίζω, περικόπτω β) (σχετικά με λόγο) συντομεύω νεοελλ. (το θηλ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η συντέμνουσα μαθ. τριγωνομετρική συνάρτηση που αντιστοιχίζει σε κάθε γωνία …   Dictionary of Greek

  • συντεμόντ' — συντεμόντα , συντέμνω cut down aor part act neut nom/voc/acc pl συντεμόντα , συντέμνω cut down aor part act masc acc sg συντεμόντι , συντέμνω cut down aor part act masc/neut dat sg συντεμόντε , συντέμνω cut down aor part act masc/neut nom/voc/acc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”